Ασφαλιζόμενος
|
Το πρόσωπο υπέρ της ζωής του οποίου έχει συναφθεί το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
|
|
Ασφάλιση
|
Η ανάληψη μεγάλου αριθμού ομοειδών κινδύνων, όπου το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να είναι τυχαίο, να συμβεί μέσα σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο π.χ. έτος, να προκαλεί οικονομική ζημία καθορισμένου ύψους, το δε ασφάλιστρο να είναι ανάλογο της πιθανολογούμενης ζημίας.
|
|
Ασφάλιση επιβίωσης
|
Η ασφάλιση κατά την οποία το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο καταβάλλεται στη λήξη του συμβολαίου εφόσον ο ασφαλιζόμενος ζει.
|
|
Ασφάλιση ζωής
|
Συμβόλαιο μεταξύ 2 μερών, όπου ο συμβαλλόμενος με την καταβολή του ασφαλίστρου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, υποχρεώνει την Ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει στον ίδιο ή τους δικαιούχους το συμφωνηθέν κεφάλαιο μετά τη λήξη του συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος.
|
|
Ασφάλιση θανάτου
|
Η ασφάλιση κατά την οποία το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο καταβάλλεται στους δικαιούχους σε περίπτωση θανάτου κατά τη διάρκεια ασφάλισης.
|
|
Ασφαλιστική εταιρία
|
Οικονομικός οργανισμός, ο οποίος με τα ασφάλιστρα των πολλών, ομαδοποιεί τον κίνδυνο, ελαχιστοποιώντας έτσι το οικονομικό βάρος.
|
|
Ασφαλιστικός σύμβουλος
|
Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ πελάτη και ασφαλιστικής εταιρίας.
|
|
Ασφάλιστρο
|
Χρηματικό ποσό, που καταβάλει ο συμβαλλόμενος, ως απόρροια του ασφαλιστήριου συμβολαίου.
|